- προανασείοντες
- προανασείοντες , πρό-ἀνασείωshake backfut part act masc nom/voc pl (epic)προανασείοντες , πρό-ἀνασείωshake backpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προανασείω — Α [ἀνασείω] 1. ανασείω κάτι ενώπιον κάποιου απειλητικά («προανασείοντες τὰ ὅπλα καὶ καταπληττόμενοι τοὺς ἐναντίους», Διόδ.) 2. μτφ. αναταράσσω προηγουμένως («τοιούτοις λόγοις προανασείσας τὸν δῆμον... δύο νόμους εἰσέφερε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek